Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ο λόγος του δεν έχει

  • 1 λόγος

    ο
    1) слово;

    δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;

    μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;

    2) речь, разговор;

    προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;

    τα όργανα τού λόγου — органы речи;

    τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;

    περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;

    (ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;

    ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;

    ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;

    κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;

    μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;

    ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;

    ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;

    3) слово, речь, выступление;
    гробное) слово;

    πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;

    λόγος παραινετικός — наставление;

    η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;

    βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;

    ζητώ το λόγο — просить слова;

    δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;

    αφαιρώ το λόγο — лишать слова;

    έχω το λόγο — моя очередь выступать;

    4) слово, обещание;

    λόγον τιμής — честное слово;

    ο λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;

    σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;

    δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;

    στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;

    κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;

    παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;

    παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;

    5) изречение, пословица, поговорка;

    λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;

    6) логика, (здравый) смысл;

    ορθός λόγος — здравый смысл;

    μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;

    παρά λόγον — а) нелогично;

    вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:
    7) слухи;

    ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;

    8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;

    αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;

    ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;

    δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;

    δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;

    ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;

    9) причина, основание; повод;

    δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;

    άνευ λόγου — без причины, неоправданно;

    δικαίω τω λόγω — оправданно;

    правильно;

    φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;

    γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;

    λόγω ασθενείας — из-за болезни;

    γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;

    по какому поводу?;
    зачем?;

    γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;

    δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;

    10) отчёт; ответственность;

    υπέχω λόγον — нести ответственность;

    δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;

    θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;

    11) мат. отношение;

    λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;

    § πεζός λόγος — проза;

    μεγάλος λόγος — громкие слова;

    κενοί λόγοι — пустые слова;

    άλλος λόγος — другое дело;

    άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;

    примечательный;

    ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;

    έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;

    δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;

    έδωσαν λόγο — а) они обручились;

    б) они договорились...;

    ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;

    кто станет возражать против...?;

    περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;

    τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;

    λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;

    πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;

    από λόγο σε λόγο — слово за слово;

    εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;

    κατά μείζονα λόγον — тем более;

    κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;

    κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;

    επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;

    με άλλους λόγους — иными словами;

    ο λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;

    του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);

    του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;

    έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;

    από λόγου μου — от самого себя;

    ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;

    ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;

    πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;

    λόγου χάριν — например;

    λόγο! - — о! оратору слово!;

    ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;

    λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγος

  • 2 ενότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) единство (в разн. знач);

    εθνική ενότητα — национальное единство;

    ενότητα δράσης — единство действий;

    ενότητα θεωρίας και πράξεως — единство теории и практики;

    ενότητα τόπου και χρόνου — театр, единство места и времени;

    ενότητα των αντιθέσεων — филос, единство противоположностей;

    2) связность; логическая последовательность;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενότητα

  • 3 βάρους

    центр тяжести;
    2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;

    ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;

    ειδικό βάρους — удельный вес;

    βάρους καθαρό — вес нетто;

    μικτό βάρους — вес брутто;

    αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;

    ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;

    βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;

    4) балласт;
    5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);

    έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;

    τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;

    6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;
    πλ. тяжёлое бремя; страдание;

    φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;

    οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;

    βάρους των φροντίδων — бремя забот;

    βάρους των ετών — груз лет;

    αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;

    δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;

    όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;

    είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;

    μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;

    7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;

    ο έχων βάρους — весомый;

    έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;

    8) гиря;
    9) πλ. спорт, штанга;

    άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;

    αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;

    σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;

    10) спорт, вес;

    σωματικό βάρους — весовая категория;

    παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;

    11) юр.:

    βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;

    12):

    εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;

    τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;

    § λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;

    γελούν εις βάρους του — над ним смеются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάρους

См. также в других словарях:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… …   Dictionary of Greek

  • γυρομαγνητικός λόγος — Ο λόγος της μαγνητικής ροπής ενός συστήματος προς τη μηχανική του ροπή (στροφορμή). Ένα ηλεκτρόνιο που κινείται σε μία τροχιά Μπορ γύρω από τον πυρήνα έχει γ.λ. γe= e/2m, όπου e το φορτίο του ηλεκτρονίου και m η μάζα του. Ο γ.λ. του ηλεκτρονίου… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… …   Dictionary of Greek

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • κενορρημοσύνη — κενορρημοσύνη, ἡ (Μ) λόγος που δεν έχει αξιόλογο περιεχόμενο, κενολογία, ματαιολογία, αερολογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ρρημοσύνη (< ρρήμων (θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω»), πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη, ορθο ρρημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • βλακεία — η 1. η ανοησία, η ηλιθιότητα, η μωρία: Η βλακεία του δεν έχει όρια. 2. λόγος ή πράξη ανόητη, κουταμάρα: Μη λες βλακείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»